Οι Χρυσοί Όρχεις του Περικλή
Τις προάλλες βρέθηκα τυχαία στο καφέ του Μουσείου της
Ακρόπολης, στο μπαλκόνι,
διαβάζοντας στο tablet μου Θουκυδίδη. Τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθηναίων
και Μηλίων κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι Μήλιοι παρέμεναν
ουδέτεροι στον Πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας και δεν
ήθελαν να ενταχθούν στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Η Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν μία
πολιτική και στρατιωτική ένωση περίπου 150 αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών, υπό
την κηδεμονία της πόλης των Αθηνών, που είχε ως στόχο την αντιμετώπιση της
περσικής απειλής. Οι Αθηναίοι λοιπόν, εκθέτουν μια σειρά επιχειρημάτων για να
αποδείξουν πως είναι ορθό και προς το συμφέρον της Μήλου να ενταχθεί στην
Αθηναϊκή Συμμαχία, όπως μετονομάστηκε η Δηλιακή Συμμαχία όταν ο Περικλής
μετέφερε το συμμαχικό ταμείο στην Αθήνα.
Οι Μήλιοι επιχειρηματολογούν θεωρώντας πως όχι μόνο
δεν είναι ορθό να ενταχθούν, αλλά δεν είναι καν προς το συμφέρον τους. Οι Αθηναίοι
ανακοινώνουν πως αν δεν ενταχθούν στη Συμμαχία θα τους κάψουν, και οι Μήλιοι
απαντούν πως δεν θα υποκύψουν στην απειλή και πως έχουν δίκιο να αποφασίζουν
έτσι. Τότε οι Αθηναίοι λένε το αξεπέραστο: “Δεν αρκεί να έχεις δίκιο, πρέπει να
έχεις και τη δύναμη να το υπερασπιστείς”. Σκότωσαν, λοιπόν, όλους τους άντρες,
ενώ πούλησαν ως δούλους όλες τις γυναίκες και τα παιδιά. Όπου δεν πίπτει Λόγος
πίπτει ράβδος, δηλαδή. Οποίος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας. Ορίστε:
Δημοκρατία και Λόγος στην πράξη. Ήπια άλλη μια γουλιά από τον καφέ μου
κοιτάζοντας τον Παρθενώνα, άφησα κάτω το tablet και ξεκίνησα να στρίβω
τσιγάρο, απολαμβάνοντας τον ήλιο που μου ζέσταινε το πρόσωπο.
Εξακολουθώντας να κοιτάζω τον “ιερό” βράχο και τους
γερανούς για την αναστήλωση
του Παρθενώνα, μου ήρθε στο μυαλό το βίντεο που παρήγγειλε το Μουσείο της
Ακρόπολης στον Γαβρά για την ιστορία του Παρθενώνα, και τελικά την προσπάθεια
λογοκρισίας αυτού του βίντεο. Στο ελληνικό ιερατείο και τους Έλληνες πολιτικούς
δεν άρεσαν όλες οι -ιστορικά τεκμηριωμένες- αναπαραστάσεις του βίντεο. Πιο
συγκεκριμένα, δεν τους άρεσε καθόλου η αναπαράσταση των Χριστιανών που έσπαγαν
τις αρχαιοελληνικές μαρμάρινες ψωλές από τα γλυπτά που σήμερα βρίσκονται στο
Βρετανικό Μουσείο.
Σκέφτηκα την αγεφύρωτη αισθητική, ηθική και
πολιτισμική άβυσσο που χωρίζει την
Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία με τον Χριστιανισμό, μια Ιουδαϊκή αίρεση, που κι
αυτός ακόμα ο απόστολος Παύλος καταδίωκε φανατικά, μέχρι να του αναθέσει, σε
όραμα, ο ίδιος ο Χριστός -αυτοπροσώπως- να κηρύξει τον Λόγο Του στην Οικουμένη.
Έτσι έφτασε και στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι Στωικοί και Επικούρειοι αφού τον
άκουσαν με προσοχή, τον πήγαν στον Άρειο Πάγο για να δικαστεί επειδή “κήρυττε
ξένα δαιμόνια”. Όταν όμως ο Παύλος άρχισε να μιλάει για ανάσταση νεκρών, οι
φιλόσοφοι, που με δυσκολία συγκρατούσαν πια τα γέλια τους, απάλλαξαν τον Παύλο
από τις κατηγορίες -λόγω βλακείας- και έτσι ο Saul ή Paulus ή Παύλος συνέχισε
το θεάρεστο έργο του: να μπολιάσει τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό με τον
ανατολίτικο σκοταδισμό των αποκαλυπτικών μονοθεϊστικών οραμάτων του Αβραάμ.
Τις σκέψεις μου διακόπτει μια έντονη συζήτηση που
διεξάγεται στο διπλανό τραπέζι. Ένας τύπος με ξυρισμένο κεφάλι μιλάει Γαλλικά,
ενώ ένας σοβαρός τύπος με πίπα του απαντάει στα Αγγλικά με κλασική βρετανική
προφορά. Ο τρίτος της παρέας, που μοιάζει με βαλκάνιο και έχει κι αυτός
ξυρισμένο το κεφάλι, σχολιάζει άλλοτε στα Γαλλικά και άλλοτε στα Αγγλικά. Γυρίζω και ξαναπιάνω τοtablet
μου και συνεχίσω το διάβασμα. Η συζήτησή τους, από ότι πιάνει το αυτί μου, έχει
να κάνει με την “Nature Humaine”, την “Human Nature”.
–“Την Ανθρώπινη Φύση; Ποια ανθρώπινη φύση; Εννοείς,
φυσικά, την ανθρώπινη φύση όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα, όχι ΤΗΝ ανθρώπινη
φύση όπως ήταν και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα…”, προσθέτει σε άπταιστα
ελληνικά ο τρίτος της παρέας, και γυρίζω απότομα και τους κοιτάω. Νιώθω σαν
να παίζω σε ταινία του Jean-Luc Godard. Από την αμηχανία μου, και για να κρύψω
την έκπληξή μου, πίνω άλλη μια γουλιά καφέ και ξαναρχίζω να στρίβω το τσιγάρο
που είχα αφήσει νωρίτερα άστριφτο. Ο τύπος που μίλησε ελληνικά μου είναι
γνωστός, αλλά δεν μπορεί να είναι αυτός που νομίζω. Μπαίνω στο google. Πατάω
“images”. Πληκτρολογώ “Κορνήλιος Καστοριάδης”. Με πιάνει ταχυπαλμία. Ο ένας
είναι όντως ο Καστοριάδης. Τότε, ο άλλος ξυρισμένος πρέπει να είναι ο Michel
Foucault. Πληκτρολογώ “Foucault”, αν και είμαι σίγουρος, και στη συνέχεια γράφω
“Bertrand Russell”. Απίστευτο. Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ο Καστοριάδης, ο
Russell και ο Foucault και πίνουν ούζα. Κι επειδή στο Μουσείο της Ακρόπολης δεν
σερβίρεται μεζές, έχουν πάρει σαντουϊτσάκια και τα έχουν κόψει σε μικρά
κομματάκια. Και έχουν πιεί πολλά καραφάκια ούζο.
Κοιτάζω στα άλλα τραπέζια μήπως υπάρχουν κι εκεί
εκπλήξεις. Άγνωστα πρόσωπα.
Δίπλα, κολλητά στο τραπέζι των φιλοσόφων, είναι ένα τραπέζι με τρείς παππούδες
που πίνουν αργά το νερωμένο κρασί τους, ενώ ο ένας από αυτούς -που μοιάζει με
άστεγο- τρώει κάτι αποξηραμένα σύκα. Πιο πέρα δύο τραπέζια ενωμένα με
πιτσιρικάδες τουρίστες που πίνουν αναψυκτικά -όλοι online- τραβάνε βίντεο και
φωτογραφίες και τα ανεβάζουν στο facebook. Παραδίπλα, τρία τραπέζια με μαμάδες
που πίνουν fredo, ενώ τα βαριεστημένα παιδιά τους γκρινιάζουν να φύγουν, και
στη γωνία ένα ζευγάρι χιπστεράδων που διαβάζουν μαζί την Athens Voice και
πίνουν ζεστό τσάι καλοκαιριάτικα.
Ο Russell, που τον έχει χτυπήσει λίγο το ούζο,
ανεβάζει την ένταση: “Όλα αυτά είναι μπούρδες. Αυτό που θέλουν οι άνθρωποι
είναι να αποκτούν δύναμη και να γίνονται όλο και πιο ισχυροί. Αυτό ήθελαν πάντα
και αυτό θα θέλουν πάντα. Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ο ανθρώπινος
πολιτισμός προόδευσε ακριβώς επειδή οι άνθρωποι ανταγωνίζονται για δύναμη”.
-“Δεν ήταν πάντα έτσι”, πετιέται όρθιος ο Καστοριάδης,
“η Αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία αποτελεί ένα παράδειγμα όπου τη δύναμη και την
εξουσία την κατείχε το σύνολο των πολιτών και όχι κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα.
Άρα υπάρχουν παραδείγματα πως η ανθρώπινη φύση μπορεί και να αλλάξει. Δεν είναι
κάτι σταθερό”. Ο Καστοριάδης γυρίζει λίγο εκνευρισμένος στον Foucault: “Κι εσύ
σταμάτα να χασκογελάς και υπερασπίσου με! Αφού συμφωνείς!”
-“Κορνήλιε, μην τρελαίνεσαι, σίγουρα δεν συμφωνώ με
τον Βρετανό φίλο μας, αλλά κι εσύ όπως κι
αυτός, για να περιγράψετε την ανθρώπινη φύση χρησιμοποιείτε τις λέξεις και τις
έννοιες του πολιτισμού εντός του οποίου ανατραφήκατε, οπότε ό,τι λέτε
εμπεριέχει αυθαίρετα την παραδοχή πως υπάρχει κάτι που ονομάζεται “ανθρώπινη
φύση” και πως είναι δυνατόν να προσδιοριστεί κιόλας με λέξεις. Όσο για την
Αθηναϊκή Δημοκρατία για την οποία μιλάς, αυτή αποτελεί φάρο και παράδειγμα
ανθρώπινης φύσης προς μίμηση μόνο στη φαντασία σου. Συμβουλέψου λίγο τον
Θουκυδίδη”.
Ο Καστοριάδης κάθεται σκεφτικός, γυρίζει προς το
διπλανό τραπέζι και κοιτάζει στα
μάτια έναν από τους παππούδες. Κι ενώ σκέφτομαι να του δώσω το tablet μου
να διαβάσει Θουκυδίδη, ο παππούς από δίπλα, μετά από μια μεγάλη παύση,
σηκώνεται όρθιος: “Κορνήλιε, έχει δίκιο ο Michel. Όταν έγραψα την ιστορία του
Πελοποννησιακού Πολέμου, ξεκαθάρισα πως αυτά τα εξιστορώ γιατί θα ξαναγίνουν.
Και θα ξαναγίνουν γιατί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Γιατί το ζητούμενο,
ακόμα και στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, ήταν η δύναμη και η εξουσία”.
-“Ε, δεν συμφωνείς μαζί μου, με τον Russell συμφωνείς. Δεν κατάλαβες τι είπα”, λέει
χαμογελώντας ο Foucault, ενώ ο Καστοριάδης ξαναπαίρνει –φωνάζοντας- τον λόγο:
-“Θουκυδίδη, στην Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν συνέβαιναν αυτά που συμβαίνουν στις
σημερινές φιλελεύθερες ολιγαρχίες που αυτοαποκαλούνται Δημοκρατίες. Οι Αθηναίοι
πολίτες αποφάσιζαν όλοι μαζί. Τι είναι αυτά που λες;”
-“Ξέρεις καλύτερα από εμένα;” ξεσπά ο Θουκυδίδης, ενώ
κινείται δείχνοντας την Ακρόπολη. “Όλα αυτά που βλέπεις απέναντι χτίστηκαν με
τα λεφτά του συμμαχικού ταμείου. Χωρίς να ρωτηθούν οι σύμμαχοι. Κι οι
περισσότεροι είχαν ενταχθεί στην Αθηναϊκή Συμμαχία μετά από εκβιασμό της
Αθήνας. Ή μπαίνεις στη συμμαχία και πληρώνεις ή σε σφάζω. Και η κατασκευή της
Ακρόπολης ανατέθηκε σε αυτούς που αναλάμβαναν πάντα όλα τα μεγάλα έργα”.
-“Στον Μπόμπολα και τον Βωβό;” πετάγομαι εγώ αυθόρμητα, και
όσοι μιλάνε ελληνικά σκάνε στα γέλια.
-“Μάλιστα κύριε!”, συνεχίζει ακόμα πιο δυνατά ο
Θουκυδίδης. “Στους Μπόμπολες και
τους Βωβούς της εποχής. Στον Φειδία, τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη. Αυτοί
αναλάμβαναν όλα τα μεγάλα έργα της εποχής, με απευθείας ανάθεση από τον
Περικλή. Και μετά ο Φειδίας έφαγε και μέρος από το χρυσάφι που του δόθηκε για
να φτιάξει το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς”.
-“Αυτό δεν αποδείχτηκε ποτέ!” πετιέται κι άλλος
παππούς: “Είχα φτιάξει το
χρυσό ένδυμα της Παρθένου με τέτοιο τρόπο ώστε μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί,
και όταν ζυγίστηκε, βρέθηκε το βάρος ίσο με το αρχικό χρυσάφι που μου έδωσαν”.
-“Αυτό συνέβη επειδή δεν ήταν εκεί ο Αρχιμήδης”, προσθέτει χαμογελώντας
αινιγματικά ο Russell και ρουφάει την πίπα του. “Αν ήταν εκεί ο Αρχιμήδης δεν
θα ζύγιζε απλώς το μέταλλο του ενδύματος, αλλά θα κατάφερνε να υπολογίσει και
τον όγκο του, και μετά θα ξέραμε αν ήταν νοθευμένο ή καθαρό χρυσάφι. Κι αν δεν
κάνω λάθος, και στην Ολυμπία που πήγες μετά, πάλι κατηγορήθηκες πως έφαγες από
το χρυσάφι για το άγαλμα του Δία”.
-“Και στην Αθήνα καταδικάστηκε τελικά”, προσθέτει ο Θουκυδίδης, “επειδή
έφτιαξε τη φάτσα του, και τη φάτσα του Περικλή πάνω στην ασπίδα της Θεάς
Αθηνάς”.
-“Όπως και ο Βωβός, που στις ταράτσες των κτιρίων του γράφει με τεράστια γράμματα το
όνομά του”, πετιέμαι πάλι.
-“Βλέπεις; Πάντα έτσι ήταν τα πράγματα Κορνήλιε”, καταλήγει ο Russell.
Τα πνεύματα ηρεμούν, και όλοι ξαναγυρίζουμε σε αυτό
που κάναμε, ενώ ο Φειδίας
φεύγει εκνευρισμένος, πετώντας ένα χρυσό νόμισμα στο τραπέζι. Μετά από μια
σύντομη παύση ο Καστοριάδης δεν κρατιέται: “Ωραία, ας το θέσω αλλιώς: Αν είναι
να αλλάξουν τα πράγματα, τότε χρειάζεται να υπάρξει μια άλλη ανθρώπινη φύση,
ένας άλλος τύπος ανθρώπου, ακόμα κι αν δεν πιστεύουμε πως έχει υπάρξει ποτέ πριν.
Χρειαζόμαστε έναν νέο ανθρωπότυπο. Έναν άλλον άνθρωπο”.
-“Σε αυτό δεν διαφωνώ καθόλου” λέει ο Foucault. “Απλώς δεν είμαι καθόλου
σίγουρος πως μπορούμε να τον περιγράψουμε ή έστω να τον φανταστούμε αυτόν τον
άνθρωπο. Και συνεπώς δεν ξέρουμε προς τα πού να κινηθούμε για να βρούμε τον
άνθρωπο. Αν ήταν τόσο εύκολο θα τον είχε βρει και ο Διογένης”.
Η ομήγυρις τσουγκρίζει τα ούζα, και γυρνάει και κάνει
“στην υγειά μας” και στους παππούδες.
Οι δύο εναπομείναντες παππούδες σηκώνουν τα ποτήρια τους και πίνουν κι αυτοί
από το κρασί τους.
Ο παππούς που είναι ντυμένος σαν άστεγος, αφού πιει το κρασί του, χώνει τα
τελευταία αποξηραμένα σύκα στην τσέπη του, πίνει και το κρασί από το ποτήρι του
Φειδία που έφυγε, και σηκώνεται να φύγει κι αυτός με τη σειρά του.
-“Έλα ρε Διογένη, μην είσαι έτσι. Πες κάτι κι εσύ. Κάνε μας έναν επίλογο” λέει ο
Θουκυδίδης κλείνοντας το μάτι στους υπόλοιπους.
-“Δεν είμαι κλόουν να πω ατάκες να γελάσετε. Δεν καταλήξατε πουθενά,
αποδεχτήκατε πως δεν υπάρχει άνθρωπος, και το γεγονός αυτό το βλέπετε μόνο σαν
ένα ενδιαφέρον θέμα συζήτησης. Γράφετε βιβλία, δίνετε διαλέξεις, διδάσκετε στα
πανεπιστήμια, σας χειροκροτούν, θα διαβάζουν τα βιβλία σας στους αιώνες, όπως
του κυρ Θουκυδίδη από ‘δω, κι από κει και πέρα όλα τα άλλα είναι λόγια. Κι εσύ
Καστοριάδη, που μου είσαι και ο πιο συμπαθής, θυμήσου πως ο Περικλής έκανε πιο
αυστηρούς τους όρους για να θεωρείται κάποιος πολίτης. Κι απαγορευόταν σε
όποιον δεν είναι πολίτης να έχει περιουσία. Κι έπαιρνε τα λεφτά των συμμάχων
και έδινε μισθό στους πολίτες για να ψηφίσουν. Κι έβαλε εισιτήριο στα θέατρα
για να μην τα χορηγούν οι πλούσιοι. Μάθε λοιπόν, πως όποια Δημοκρατία και να
υπάρχει, άμεση, αντιπροσωπευτική, ιμπεριαλιστική ή εντελώς κάλπικη, πάντα θα
υπάρχουν οι εχθροί, οι “σύμμαχοι”, οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που
δεν θα μετέχουν ποτέ στις αποφάσεις. Πάντα οι πλούσιες μικρές μειοψηφίες θα
παίρνουν τις αποφάσεις.
Και αν υπάρχουν και άνθρωποι σαν κι εμένα, που ζούνε και μιλάνε ελεύθερα,
που δεν έχουν ανάγκη την αποδοχή των αρχόντων ή των διανοούμενων, τότε αυτοί
χαρακτηρίζονται λαϊκιστές και γραφικοί. Κι από τα λόγια τους μένουν στην
ιστορία μόνο τα τσιτάτα και οι έξυπνες ατάκες, για να εστιάζουν οι άνθρωποι
στις ατάκες και όχι στην ουσία. Γιατί η ιστορία γράφεται από τους νικητές, όπως
τους βολεύει. Κι έτσι οι εξουσιαστές δεν καθορίζουν μόνο το μέλλον αλλά και το
παρελθόν. Το παρελθόν δεν είναι αυτά τα αγάλματα που φυλάτε ως κόρη οφθαλμού
μέσα σε αυτό το μουσείο. Η Ακρόπολη είναι ένα μνημείο που χτίστηκε για να σας
υποβάλει την ιδέα ενός κύρους και μιας αίγλης που δεν υπήρξε. Χτίστηκε με τα
λεφτά των “συμμάχων” και με τη δουλειά των δούλων και των μετοίκων. Το μόνο που
υπήρξε ήταν πόλεμοι, δουλεία και αίμα.
Αυτό που ξεχνάτε, είναι πως τα μνημεία κτίζονται όταν
δεν υπάρχει ουσία. Όσο μεγαλύτερο το
μνημείο τόσο μεγαλύτερο το κενό. Όπως αν υπήρχαν Θεοί δεν θα είχαν ανάγκη να
πείσουν για τη μεγαλοπρέπειά τους μέσω τεράστιων ναών, έτσι κι οι άνθρωποι αν
είχαν μεγαλείο δεν θα έκτιζαν θεόρατα μνημεία με κλεψιμαίικα λεφτά για να
διαφημίσουν το υποτιθέμενο μεγαλείο τους. Η Ακρόπολη είναι η ταφόπλακα ενός
άλλου πολιτισμού που θα μπορούσε να υπάρξει. Κάτω από την Ακρόπολη είναι
θαμμένος ο άνθρωπος που ψάχνεις κύριε Καστοριάδη”.
Η σιωπή που
ακολούθησε την αποχώρηση του Διογένη μου φάνηκε πως κράτησε ώρες. Έπειτα, οι φωνές
και οι κραυγές μέσα από του μουσείο μας έκαναν όλους να τρέξουμε να δούμε τι
συμβαίνει. Τρεις μεγαλόσωμοι αρχαιοφύλακες έσερναν τον κουρελή φίλο μας για να
τον πετάξουν έξω. Μια μητέρα τραβούσε τα παιδιά της μακριά για να μην δουν το
θέαμα του Διογένη με κατεβασμένα τα παντελόνια. Μια καθαρίστρια μάζευε με μια
σφουγγαρίστρα τις ακαθαρσίες που είχε αφήσει πίσω του.
Ο Διογένης είχε χέσει
μπροστά στο ρωμαϊκό αντίγραφο της Παρθένου Αθηνάς του Φειδία.